υδνοσφράντης

υδνοσφράντης
ὁ, Α
1. αυτός που οσφραίνεται το ύδνο
2. προσωνυμία ατόμου που ζει εις βάρος άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδνον + -οσφράντης (< ὀσφραίνομαι), πρβλ. καπν-οσφράντης, κωνωπ-οσφράντης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”